- ἀπότομοι
- ἀπότομοςcut offmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SAMOS — I. SAMOS oppid. Magnae Graeciae, apud oram Calabriae ulterioris Lycophr. Steph. nunc Crepacuore Barrio, apud Locros, seu Hieracium Urbem, inde 6. mill. pass. in Boream, ubi Pythagoras habitâsse dicitur. II. SAMOS vulgo SAMO hodieque a fluv.… … Hofmann J. Lexicon universale
Συμπληγάδες — οι / Συμπληγάδες, αἱ, ΝΜΑ, και στον εν. συμπληγάς, άδος Α (με ή χωρίς τη λ. πέτρες, πέτραι) δύο ψηλοί κάθετοι και απότομοι σκόπελοι που δημιουργούσαν ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα και οι οποίοι, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, άλλοτε προσέγγιζαν ο… … Dictionary of Greek
Φαιδριάδες — Δυο απότομες πέτρες που υψώνονται στη νότια πλευρά του Παρνασσού, πάνω από την Κασταλία πηγή των Δελφών. * * * οι, ΝΑ (ενν. πέτρες) αρχαιολ. απότομοι βράχοι τής νότιας πλευράς τού Παρνασσού, πάνω από την Κασταλία, από τους οποίους… … Dictionary of Greek
αγγρίφι — και αγρίφι, το 1. άγκιστρο, γάντζος, τσιγκέλι 2. ο άγγριφας* 3. καθετί που αγκυλώνει, ακίδα, αγκάθι, αιχμή 4. στον πληθ. τα αγγρίφια μυτεροί και απότομοι βράχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἀγγρίφιον < ἀγρίφιον, υποκοριστικό τού μτγν. ουσ. ἀγρίφη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Ελιγολάνδη — (HeligolandHelgoland). Νησί (περ. 1.800 κάτ. το 1995) της Γερμανίας στη Βόρεια θάλασσα, σε απόσταση περίπου 24 ναυτικών μιλίων Δ από τις ακτές του κρατιδίου Σλέσβιγκ Χολστάιν. Η έκτασή του μειώνεται με σχετικά γρήγορο ρυθμό εξαιτίας της θαλάσσιας … Dictionary of Greek
Λίνκολν — I (Lincoln). Πόλη (85.616 κάτ. το 2001) της Αγγλίας, πρωτεύουσα της κομητείας Λινκολνσάιρ (Lincolnshire, 5.921 τ. χλμ., 634.300 κάτ.). Το παλαιότερο τμήμα της εκτείνεται ακανόνιστα στις πλαγιές λόφου και οι δρόμοι του είναι τόσο απότομοι που δεν… … Dictionary of Greek